1/07/2008

Πως ένα ποιήμα τη γλύτωσε από τη Δημιουργό του και έγινε τραγούδι. Μαρίνα Χατζηδάκη και Κατάσταση Πολιορκείας

Η κατάσταση πολιορκίας …

Ένα από τα λιγότερο ακουσμένα και τόσο ξεχασμένα έργα του Μίκη. Παλιότερα, όταν το είχα ακούσει, ένοιωθα να μου μιλάει τόσο βαθιά και τόσο ζεστά, ενώ παράλληλα έδινε χαστούκια και μπουνιές στο στομάχι. Δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί, αλλά ακόμα και την περίοδο του 75 - 80, που, όσο νάναι, τα έργα του Μίκη είχαν «το πάνω τους» … αυτό … κάπου έλλειπε. Μάλλον ήταν από αυτά που είτε ενοχλούσαν, είτε δεν θεωρήθηκε πιασάρικο ..

Το ποίημα …

Είναι η απόλυτα ερωτική, η απόλυτα ανατρεπτική, η απόλυτα λογική, η απόλυτα ονειρική, ή απόλυτα απεγνωσμένη και η απόλυτα ελπιδοφόρα έκφραση. Είναι το απόλυτο ξετύλιγμα σκέψεων, κραυγών, ψιθύρων, πόνου. Γράφτηκε στη φυλακή – η τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του -.

Πως τη γλύτωσε ..... (όπως το διηγήθηκε ο Μίκης στο «Βήμα της Κυριακής»)

Ο Μίκης γνώρισε τη Ρένα Χατζηδάκη και την Σύλβα Ακρίτα, στις φυλακές Αβέρωφ. Η Ρένα και η Σύλβα εκεί, έγιναν φίλες. Το ’68, ο Μίκης, αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος, με περιοριστικούς όρους. Όμως, δεν μπορούσε να επισκεφθεί κανέναν – γιατί φοβόταν μήπως «τον κάψει» - παρά μόνο «σεσημασμένους», που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν να φοβηθούν και πολλά.

Επισκέφθηκε λοιπόν μια μέρα, τη Σύλβα Ακρίτα, που στο μεταξύ είχε αποφυλακισθεί και αυτή, μαζί με την Ρένα Χατζηδάκη, την οποία και φιλοξενούσε σπίτι της. Η Ρένα απουσίαζε εκείνη την ώρα. Τότε, η Σύλβα, είπε στον Μίκη, πόσο φοβερή ποιήτρια είναι η κοινή τους φίλη, αλλά έχει αυτή τη μανία να σκίζει ότι γράφει. Προφανώς, μέσα στη φυλακή, θα είχε δει πολλά γραπτά της Ρένας και στη συνέχεια θα γινόταν μάρτυρας του σκισίματός τους. Ανέφερε λοιπόν, ένα πρόσφατο φοβερό κείμενο που είχε γράψει η φίλη της και … ετοιμαζόταν να το σκίσει με επιστροφή της.

Το ξετρύπωσαν από ένα συρτάρι, ο Μίκης το βούτηξε, ή το αντέγραψε, - δεν θυμάται - και έφυγε γρήγορα μην τον προλάβει η Ρένα. Οι λέξεις και οι στίχοι του είχαν καρφωθεί στο μυαλό του συνέχεια … Πήγε σπίτι του, κάθισε στο πιάνο και συνέθεσε μέσα σε μία μέρα την «Κατάσταση Πολιορκίας». Θεώρησε το γραπτό, αριστούργημα. Και είναι.

Τι απέγινε …

Έγινε δίσκος στο εξωτερικό. Παιζόταν από την Deutche welle, το BBC και άλλους σταθμούς, έμπαινε και παράνομα στην Ελλάδα … Έγινε μύθος. Έγινε σταθμός. Μεταπολίτευση. Ε … και παίχθηκε, όπως λέει ο Μίκης δύο μόνο φορές. Τη μία τον Μουσικό Αύγουστο του 1977 και την άλλη στη Στοά του Βιβλίου, το 1999 με ερμηνευτή τον ίδιο τον Μίκη, ελλείψει άλλου Έλληνα ερμηνευτή.

Η Ρένα Χατζηδάκη....

Εξακολούθησε να κινείται ήπια έως ελάχιστα και να απέχει.. Από τις ποιητικές συλλογές, τις εκδόσεις, τη δημοσιότητα. Ασχολήθηκε με τα γράμματα και τις τέχνες, με παρουσιάσεις, κριτικές κλπ, αλλά δεν προώθησε τίποτα δικό της. Ίσως να εξακολούθησε τη γνωστή της συνήθεια. Εργάσθηκε παράλληλα ως ψυχοθεραπεύτρια με έντονη επιστημονική και πρακτική παρουσία.

Και μία λεπτομέρεια. Η Ρένα Χατζηδάκη, ήταν κόρη της Λιλής Ζωγράφου. Έκανε μία έκδοση ποιητική το 1959 μετά από πίεση της μητέρας της. Πριν την δικτατορία είχε ασχοληθεί ενεργά με τα γράμματα και τις τέχνες, αλλά ως επιμελήτρια κειμένων, κριτικός κλπ. Πέθανε από πνιγμό στη Τζιά το 2003, σε ηλικία 60 ετών. Όσοι τη γνώρισαν και την έζησαν, την τίμησαν όσο σεμνά και ουσιαστικά της άξιζε … Ίσως, το πιο εμπεριστατωμένο αφιέρωμα στην ποιήτρια βρίσκεται στις σελίδες του περιοδικού Οδός Πανός 2005, τεύχος 128. Αλλά και το Βήμα, Τα Νέα και άλλες εφημερίδες και έντυπα έχουν αναφερθεί σε αυτήν.



Οι στοίχοι

«Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις ... να μην τις παίρνει ο άνεμος» Είχε γράψει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Αυτή η γενιά της ήττας τελικά ... είχε πει πολλά. Αλλά ίσως - το «ίσως» το έγραφε συχνά η Μαρίνα στο κείμενό της, που ήθελε να σκίσει -, στην ποίηση έχουμε εκείνο το μοναδικό φαινόμενο, που το καρφωμένο, παραμένει μπηγμένο βαθιά στο μυαλό και το συναίσθημα μας, αλλά ποτέ δεν είναι ακίνητο. Είναι τόσο λυτρωμένο, λυτρωτικό και έτοιμο για ταξίδια. Σε πάει όπου θέλει, όπου θέλεις ... πάντως σίγουρα κάπου σε πάει. Αν και καρφωμένο !!!!

Από μικρός, είχα βρεί δύο τρόπους να διαβάζω ποιήματα και γενικά δοκίμια, κείμενα κλπ.

Ο πρώτος ήταν .. οι καρφωμένες λέξεις, οι στίχοι, οι προτάσεις. Εμένα σε αυτές, τις βούταγα πολλές φορές, τις ξέκοβα από το γραπτό ... και τις έκανα ότι ήθελα (αγκυλωμένες πάνω μου).

Ο δεύτερος, ήταν το σύνολο, η ολική αίσθηση και τα ταξίδια που προκαλεί ένα κείμενο. Και βέβαια ο συνδυασμός τους. Ακούγοντας την "κατάσταση πολιορκίας" κάτι έπαθα. Και το αποτέλεσμα να, παρέμεινε. Γιατί, όπως έγραψα ήδη, πρόκειται για το απόλυτο και για όλα. Βέβαια, σήμερα ίσως θεωρείται ξεπερασμένο, παρωχημένο και τα σχετικά. Και όχι παντελώς άδικα. Έχει και ένα ιδεολογικό στίγμα της εποχής, αλλά πάνω απ όλα ειναι ... αγωνία. Απόλυτα προσωπική. Και απόλυτα πανανθρώπινη. Έτσι το βιώνω. Ασχέτως εποχής και λεπτομερειών.

Έκανα και μια μικρή ιεροσυλία. Το κείμενο που υπάρχει στο σιντί – από εκεί το αντέγραψα – ειναι μονοκόματο. Το έσπασα σε παραγράφους. Και τόνισα με μπόλντ γράμματα .. κάποιες λέξεις, στίχους που μου καρφώθηκαν. Δεν ξέρω αν είναι σωστό. Αλλά, ε ναι, είναι οι καρφωμένες λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος.


Ιδού λοιπόν.


I

Καθώς το παιδί που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς, ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου και θάχω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου, σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δώ.

Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού, σε ισοπεδωμένα τοπία, στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, στις σπαταλημένες ματιές να βρώ ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, που ήταν κάποτε δική μας, που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων των νεκρών εικόνων όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν – πόσον καιρο ;

Πως να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα, τις σεληνιακές σου διαλείψεις, τ’ αστρικά σου πηδήματα. Πώς να μετρήσω την πορεία σου τεθλασμένη, την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου, μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο, μες στην καρδιά της πόλης που ήτανε κάποτε δική μου και τώρα την διαγουμίζουνε τα τάνκς;

Εφτάπυλο το χάος, στεγανό, πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα. Οι φωνές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμισι. Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή. Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.

Και πάλι, πάντα που είναι τα χέρια σου; Η φωνή σου που ; Θ’ αντέξουν κι απόψε τα τοιχώματα ; Η θα χιμήξει το σκοτάδι ; Πώς να μετρήσω ;

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς που σημαδεύει – έφηβο κιόλας το παιδί η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου, άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα η ασχήμια, που ενεδρεύει να με καταβροχθίσει, ο πνιγμένος χρόνος σπαρταράει, μ’ αφύσικα τινάγματα η μελλοθάνατη είμαι εγώ. Και γύρω μου παντού, καταμεσίς, κατάστηθα, στο χάος, στην καρδιά μου, αιμόσυρτες οι τροχιές από την αθωότητα στο φόνο, κι από το φόνο στην τύψη, στο μοιρολόι κι’ από εκεί στον άλλο φόνο.

Να σου τραγουδήσω ; Μα κι η φωνή μου που αγαπούσες μαχαιρωμένη. Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια τα μαλλιά μου, π αγαπούσες, τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα κι όπου κι αν ψάξω δεν σε βρίσκω πιά. Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα. Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσά μαχαίρι στην καρδιά. Το πληγωμένο φώς μετά τις δέκα, οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες. Η δίχως νόημα θυσία, η πολιορκία, η απουσία το τσιγάρο του φρουρού. Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

«Πως άλλαξε αυτό το παιδί», θα λένε οι άλλοι, κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα, ζητώντας να του μιλήσω για ήρωες κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες, που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία, σκεπάζοντας τα τάνκς, τ΄αεροπλάνα, το φόβο, το βήμα του φρουρού, τις νύχτες χωρίς εσένα που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου, τα συντρίμια σαν τα παιδία της Ζηνοβίας, απ’ τα πέρατα της γής και της απόγνωσης.

Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει στο κινούμενο σκοτάδι όπως κι εμένα όπως και τον αγώνα, που θάταν δύσκολος αλλά ωραίος κι’ ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι. Χωρίς εσένα πως ;

Σαν την πρώτη μοναξιά, που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί το σώμα μου θα διαλυθεί τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ αποσυνδεθούν, πάνω σε τούτο το κρεβάτι του προκρούστη, τον καιρό, το σώμα μου ηλικιακή κηλίδα, θα εκραγεί, γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς, τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους με την ηλικία της οδύνης, με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.

Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους. Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδίες τους., κι όταν θα ‘ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση «δραπέτευσε» θα πούν οι άλλοι, παρεξηγώντας τον θάνατό μου. Και μόνο εσύ θα ξέρεις μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου, το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή, τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα, την απόγνωση του κινέζικου πορτραίτου, τα ελληνικά αινίγματα, - τι είν’ αυτο που ανεβαίνει με τα πόδια και το κατεβάζουνε με κουβέρτα – και μόνο εσύ θα ξέρεις πως, που χάθηκε το κορμί μου, τι έγιν΄η φωνή μου, τι η αγρύπνια μου, τι ήχους έχει ο φόβος και η απόγνωση τι πρόσωπα. «Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι ;»

Μονάχα εσύ θα ξέρεις εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά πολύ μακριά, ακούγεται η ζωή, ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα – ίσως – τα φώτα, που μας έκλεψαν της πολιτείας που μας έκλεψαν κι η θύμηση απ΄το τελευταίο λιόγερμα και τα βουνά, γύρω δικά μας. Μακριά, πολύ μακριά, υπάρχεις. Πρέπει να υπάρχεις.

Σα να μπορώ ν΄αφουκγρασθώ το γέλιο σου, ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους. Κάποτε όλα θα μαθευτούνε που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης – τώρα παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» - και θα ξανάρθουνε τα χρώματα – ίσως – κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων, να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας, να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.

Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα θα θυμηθείς και εσύ μακριά, είσαι η ζωή, θα είσαι μακριά τότε εγω δεν θα υπάρχω.

ΙΙΙ

Ο χρόνος παραμορφώθηκε. Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν. Ξέρεις που θα με βρείς. Εγω ό φόβος. Εγώ ο Θάνατος. Εγώ ή μνήμη ανήμερη. Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου, εγώ ο καϋμός της χαλασμένης σου ζωής.

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με την αγωνία μου. Θα θρυμματίζω το ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά. Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες, ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν, ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται. Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.

Όμως θαρρώ, οι μόνοι που – ίσως – καταλάβουν θα ‘ναι τα παιδιά, πλούσια απ’ την κληρονομιά μας πρώτη φορά, τα παιδία, σκληρά στη μνήμη σκληρά σε μας, θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών, διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα, ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδία, χωρις αναγραμματισμούς ηλικίας σημαδεμένα από την αστραπή τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης που σε μας άργησε τόσο πολύ να’ ρθεί.

Κι’ αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου κι αν τώρα κάθε που θ αναδαίνω βγαίνει τ’ όνομά σου όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου, με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά, κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας, με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν και αυτών που βασανίζουν τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου …

ίσως τότε θάχεις βρεί τον δρόμο στον δικό σου τον λαβύρινθο ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί στο σταυροδρόμι του κόσμου, μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου, ίσως τότε τα παιδιά σου, μαζί μ’ όλα τα παιδιά, να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Και πια δεν θα’ χει μείνει τίποτε από μένα ούτε η θλίψη που έμελλε να γίνω ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου, μα θάχω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου, θα ‘χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα, ως την άλλη όχθη και το κορμί μου – ίσως – νεκρό μα πάλι, ακέραιο θ’ αναπαύεται με γύρω του τη θύμησή σου και τη λιόλουστη ζωή.

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

μπράβο. Μετάφερες και τη δική μου αίσθηση γι' αυτό το μνημειώδες, σχεδόν άγνωστο έργο