10/29/2008

Μιά φορά κι' έναν καιρό ήταν μία παρέα στο Σούνιο

Μαζευόντουσαν, και συζητούσαν. Για τον Ανθρωπο, για τη φιλοσοφία ... Φοιτητές της ΑΣΟΕΕ οι περισσότεροι. (υπήρχε και τότε, το 1940). Αλλά και άλλοι. Δεν έχει σημασία ποιοί ήταν. Η δικτατορία του Μεταξά, είχε συνεφιάσει τη σκέψη και το συναίσθημά τους. Προσπαθούσαν λοιπόν να βρούν διέξοδο, παίζοντας ανάμεσα στον Νίτσε, τον Μάρξ, τη Λούξεμπουργκ, τον Σοπενάουερ, τον Νίτσε και άλλους.

Ο πόλεμος, ήταν ακόμα μακρυά, αλλά τους απασχολούσε. Τον φοβόντουσαν για τη χώρα, αλλά θα ήταν μία διέξοδος. Θα έδινε νόημα. Θα ταρακουνούσε την κοιμισμένη κοινωνία. Και θα έφευγε και ο Μεταξάς, με τους "Αλκιμούς" του, αυτά τα τσογλάνια της νεολαίας του.

Της μόδας τότε ήταν η Ριρίκα. Ενα τραγούδι. Ριρι - Ριρι - Ριρίκα. κλπ Η μέρα τέλειωσε με τη Ριρίκα. Και την επομένη, κυρήχθηκε η επιστράτευση. 28.10.1940.

Παρουσιάστηκαν όλοι. Μία παρέα, εκ Λαρίσης ορμώμενη, στελέχωσε το 4ο Σύνταγμα Πεζικού. Εκείνος πήγε στον λόχο των όλμων. Ανθυπολοχαγός. (δεν θυμάμαι αν ξεκίνησε έτσι, ή πηρε προαγωγή στη συνέχεια). Αλβανία. Πόλεμος.

Τον πρώτο καιρό των μαχών. Νυχτερινή προέλαση. Οι Ιταλοί υποχωρούσαν. Το πυροβολικό και οι όλμοι μας τους είχαν τσακίσει και έφευγαν ατάκτως. Τους ακολουθούσαν οι δικοί μας. Ολο χαρά και περηφάνεια. Τους σκίσαμε.

Νύχτα. Χιόνιζε. Το 4ο Σύνταγμα τους κατεδίωκε. Πέρασαν από ένα ποτάμι (κάτι τέτοιο). Ειχε αρχίζει να ξημερώνει. Η μυρωδιά ήταν έντονη και ενοχλητική. Το έδαφος, φάνηκε περίεργο. Κάποιες φορές δεν ήξεραν αν πατούσαν σε βράχο, σε χώμα, δεν είχαν ξανοίωσει αυτή την αίσθηση κάτω από τα πόδια τους. Πέρασαν και τα μουλάρια που μετέφεραν υλικό, πέρασαν και τα ελαφρά πυροβόλα.

Πού και πού, οι δικοί μας τραγουδούσαν και το Ριρίκα. Ριρι - Ριρί Ριρίκα κλπ.

Ξημέρωσε. Στάση. Για ξεκούραση, αναφορά και τα σχετικά. Κάποιοι πήγαν στις όχθες του ποταμού. Κατάλαβαν γιατό το έδαφος ήταν περίεργο. Απλά, για αρκετή ώρα, περνούσαν πάνω από πτώματα Ιταλών. Αλλά ατόφια και άλλα διαμελισμένα. Κάποιοι έκαναν εμμετό, κάποιοι έκλαιγαν, κάποιοι έτρεμαν. Σίγησαν τα τραγούδια.

Συνεχίστηκε η προέλαση. Ο θάνατος, ολοένα και σόκαρε λιγότερο. Ξανά στάση, στήσιμο σκηνών. Νύχτα. Μέσα στο αντίσκηνο. Ηρθε η ώρα για τη Ριρίκα. Ριρί - Ριρί Ριρίκα. Εκείνος βγήκε από τη σκηνή για να κάνει τσιγάρο. Ειχε αρχίζει να εκνευρίζεται με τη Ριρίκα. Γρουσούζα είχε βγεί. Αλλά οι άλλοι, η παρέα, που καποιοι ηταν στο Σούνιο, κάποιοι, όχι, έμειναν μέσα τραγουδώντας τη Ριρίκα.

Ακούστηκε ο ήχος της οβίδας. Πάνω στη σκηνή. Δεν έμεινε τίποτα. Και κανείς. Έκείνος από το ωστικό κύμα πετάχθηκε σε έναν βράχο και τραυματίστηκε. Εμειναν καποια σημάδια, δεν έχει σημασία.

Από τότε η ριρίκα δεν ακούγεται. Και όταν κάποιος την τραγουδούσε έπρεπε να σωπάσει. Ακόμα και πολύ μετά, στις εκπομπές "ρετρό" όποτε ακουγόταν αυτή η Ριρίκα, τον έβλεπα να χλωμιάζει. Ποιός? αυτός που ήταν, σε όλη του τη ζωή, οπαδός του λόγου, του ανθρώπου και των έργων του, αντι-μεταφυσικός, οπαδός του μπακουνιν, του άνταμ σμίθ, αντικομουνιστής και αντιφασίστας.

Επιστροφή. Από τους 2.500 του σύντάγματος έμειναν μόνο 800. Με τα πόδια, συντεταγμένοι και άοπλοι. Από Αλβανία, Λάρισα και μετά Αθήνα, όπου και έμενε. Στη διαδρομή συναντούσαν Γερμανικά Στρατεύματα. Κάπου στην Κεντρική Ελλάδα, τους σταμάτησε Γερμανική περίπολος. (στρατιώτες της βέρμαχτ, όχι εσ- εσ).

Ο επικεφαλής έκανε τυπικο έλεγχο. Στάθηκε προσοχή. Εδωσε εντολή και η μονάδα του παρουσίασε όπλα. Χαιρέτησε, τιμώντας τον γενναίο Ελληνικό Στρατό και έδωσε άδεια, τιμής ένεκεν, στον επικεφαλής Ανθυπολοχαγό, να κρατήσει το περίστροφό του.

Αθήνα. Σύνδεση με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Εκδοση παράνομης εφημερίδας, "Ελεύθερος Ελλην" Κεντρικό σύνθημα, "τό Οχι που γράφουν με το αίμα τους σήμερα οι νέοι της Ελλάδος, τους δίνει το δικαίωμα να πούνε αύριο το μεγάλο Ναι". Εξάρθρωση της ομάδας, οδός Μέρλιν (αρχηγείο Γκεστάπο), συνοπτικές διαδικασίες, προς εκτέλεση. Κάποιοι δεν πρόλαβαν. Κάποιοι, ανάμεσά τους και εκείνος, γλύτωσαν, μετά απο κάποιες παρεμβάσεις.

Εξω ήταν Τα τάγματα Ασφαλείας, οι ακροδεξιοί δολοφόνοι συνεργάτες των γερμανών. Και η ΟΠΛΑ, η μετωπική οργάνωση του ΚΚΕ που δεν άφηνε όρθιον οποιονδήποτε θεωρούσε ύποπτο. Πρώτοι και καλύτεροι οι διαφωνούντες του ΚΚΕ, μετά οι του ΕΔΕΣ, μετά οι συνεργάτες των γερμανών κλπ. Σφαγή. Κανονικότατη.

Απελευθέρωση. Δεκεμβριανά. Αντάρτικο. Στρατοδικεία. Πάλι σφαγές, ενώ η Ευρώπη είχε ξεκινήσει να ξεχνάει. Δεν έχουν σημασία τα περαπέρα.

Από τότε, και για πάντα, μέχρι τις τελευταίες του στιγμές, πάντα, όμως, τη μέρα της 28ης έκλαιγε. Οταν συζητούσε, όταν έβλεπε και άκουγε τα ντοκουμέντα (ηχητικά και κινηματογραφικά). Ηταν περήφανος. Και πληγωμένος. Πάντα, μα πάντα, την κουβέντα τη γυρνούσε εκεί. Στο έπος της γενιάς του. Ξεκινώντας από το μεγαλείο για να καταλήξει στο κλάμα. Και η βία, ο πόλεμος, οι θυσίες, ηταν κάτι το επικό, αλλά τα ήθελε στην ιστορία. Μόνο εκεί. Στο παρελθόν. Με τίποτα και για κανέναν, στο παρόν του και στο μέλλον.

Και η ευχές, ήταν για ιδανικά, αγώνες, γκρεμίσματα και χτισίματα, αμφισβητήσεις και δημιουργίες, αλλά πάντα, πάντα .. κατέληγε .. στο "χωρίς τη φρίκη του πολέμου και του θανάτου" Ουτοπία. Αλλά, ίσως οφείλεται σε αυτό το τραγικό που έχουν τα μεγάλα έπη. Μεγαλείο και φρίκη. Μαζί.

(όλα ειναι 100% αληθινά δεδομένα, από 100% υπαρκτό πρόσωπο, έχει φυγει εδώ και πάρα πολύ καιρό).

Θέλεις; Ναί ή όχι ;

Ζητάς απ’ το κορμί μου, την ατόφια μυρωδιά που αναβλύζει. Τη σάρκα μου, στο λείο της νεότητας και το μελλούμενο ανάγλυφο των γηρατειών, τη θέλεις πάλι ατόφια.


Τα μάτια μου, θες νάναι καθρέφτες καθαροί, χωρίς ασχήμιες και άγνωστα νάχουν αφήσει ίχνη. Τη σκέψη μου, τη θες για τα δικά μας, αμόλυντη απ’ αυτά των άλλων.


Τη κίνησή μου θες να σου γνωρίσω. Να είσαι ο δάσκαλος και ο παρτεναίρ μου, στις μουσικές μόνο για μας.


Το κλάμα μου και τη χαρά μου, θες να τη γεννούμε μόνο εμείς.


Το βλέμμα μου, οι ψίθυροι και οι κραυγές μου, οι εκτινάξεις μου στις ώρες ηδονής, θες να έχουν προορισμό εσένα.


Το γράψιμό μου θες ν’ απολαμβάνεις. Στις σελίδες τις λευκές. Μόνο εσύ. Να γράφεις κι, εσύ μαζί μου, μόνο εσύ. Το άγνωστο μεγαλείο της καρδιάς μου, τους χτύπους της και τη σιγή της, θες να το αφουγκράζεσαι μόνο εσύ.


Δεν λέω όχι, τόσο όμορφα φαντάζουν.


Ομως, πρόσεξα κάτι,


Δεν θες τις σιωπές μου. Δεν θες το πέρα από σένα να κοιτάς, μαζί με μένα. Δεν θες το άγνωστο από μένα.
Δεν θα προλάβεις λες, ….. Γιατί με θες ατόφια, όπως είμαι εγώ .. για το δικό μας ατόφιο και μοναδικό…


Για πάμε πίσω χέρι – χέρι και θυμήσου....


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να κυλιέμαι στ’ αρώματα των λουλουδιών. Ν’ αφήνομαι στις αναλώσεις των συσκευασμένων αρωμάτων.


Μην ανησυχείς. Θ’ αρέσει και σε σένα. Πάντα θάχεις τον πυρήνα που αναβλύζει. Τον δικό μου. Θάναι πιο πλούσια η μυρωδιά μου.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να σέρνομαι στο χώμα, το σώμα μου να γίνεται ένα με τους τοίχους. Στα παλιά αρχοντικά, στ’ ερημωμένα εργοαστάσια κι’ αποθήκες παρακμασμένων λιμανιών. Να με λούζει το κρύο της βροχής και το καυτό του ήλιου.


Μην ανησυχείς. Θ’ αρέσει και σε σένα. Τα χέρια θα κολλάνε πιο πολύ, θα γλυστρούν πιο εύκολα τα χάδια. Θα παίζεις με το σώμα μου όσο θες.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
τα μάτια μου εικόνες να γραπώνουν, ν’ απολαμβάνουν τις μίξεις των χρωμάτων, χωρίς τους φόνους της πρώτης διαλογής.


Κανείς δεν μου έμαθε τ’ όμορφο μόνο να διαλέγω. Ούτε αυτό που μόνο εμένα έχει προορισμό. Από μικρή, κοιτούσα γύρω, μακριά, μέχρι τα’ αστέρια. .. Και πέρα μακριά μέχρι τους λόφους.


Και η ματιά μου έτρεχε, μέσα από γιορτινά τραπέζια, μέσα από παράγκες με πλίνθους και τσίγκινη οροφή, μέσα από σπίτια και πύργους πανάκριβων παραμυθιών, μέσα από γεννήσεις και θανάτους. Και έτρεχε η ματιά μου, που λες, και δεν την πείραξε κανείς.


Θ' αρέσει και σε σένα. Μη το φοβάσαι, άστο σε μένα. Εσύ πάντα το δικό μου χρώμα θάχεις.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να χώνομαι στις αγκαλιές της μουσικής, χορεύοντας σ’ εκείνους τους ρυθμούς που εκείνη τη στιγμή μαθαίνω.


Δεν μ’ έδεσε κανείς σ’ εκείνο το κατάρτι, κανείς δεν μου έκλεισε τα’ αυτιά, ώστε να μ’ εκπαιδεύσει .. Τρέχω και χώνομαι λοιπον.


Μουσική είναι. Μη τη φοβάσαι, σε παρακαλώ. Παράγωγά της είναι οι άλλοι που με καραδοκούν.


Και – ποιος ξέρει – ίσως, κοντά μου αν έρθεις, αν δεν τρέξεις να χωθείς εκεί στον καναπέ του διωγμένου θεατή, … ίσως σου αρέσει. Θα απολαύσεις έναν χορό δίχως το βάρος του δασκάλου. Ωραίο δεν θάναι ???


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να με εκτοξεύει στους κόσμους της χαράς, ο ένας και οι πολλοί, αυτό που λέμε κόσμος και εποχές. Να με σκοτώνει το κάθε τι μικρό και το κάθε τι μεγάλο. Να μ’ ανασταίνουν όλα αυτά … κάθε στιγμή που βρίσκουν το αποτύπωμά μου …


Εδώ θα είμαι, δεν θα πάθω τίποτα. Θα προχωρώ. Κι εσύ, μαζί μου θάσαι, θα με βρίσκεις που και που .. ποιος ξέρει ??


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να σου χαρίζω τις ηδονικές μου ώρες και στιγμές. Και όσο τις αρπάζεις, και όσο μου τις πλάθεις, αστραπιαία ή σιγά - σιγά, θα μου αρέσει κι άλλο.


Σιωπή λοιπόν. Κόψε τη κουβέντα. Σκασμός.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
Το διάβασμα σελίδων περασμένων. Δικών μου ή ξένων, (που ονομάζουνε τους άλλους). Σελίδες που γράφουν για τους κόσμους. Και για τις εποχές.


Να γράφω τις συνέχειές, στις σελίδες τις δικές μου, εκείνες, που έχουν στην άκρη γραμμένο τ’ όνομά μου, .. ίσως και το δικό σου (αν τα καταφέρεις)


Να φτιάχνω ιστορίες, παραμύθια, ποιήματα και περιπέτειες, πάλι απ’ την αρχή ποτισμένη από σένα, αν οι πηγές σου δεν έχουν ξεραθεί. Νάχεις κι εσύ πάντα τον χώρο σου, εκεί δίπλα….


Τι είπες ? Λευκές τις θέλεις τις σελίδες που θα γράψουμε μαζί?


Ναι μάλλον λευκές θα είναι. Εκτός και αν έχει γράψει κάποιος άλλος πριν.


Ελα ηρέμησε. Μην αρχίζεις να μου τρέμεις .... Όχι αναγκαία άλλοι άνθρωποι. Αυτοί των μαθηματικών. Ενας, δύο τρείς, πέντε. Οχι οι τρίτοι, που φοβάσαι και μισείς.


Ξέρεις … υπάρχουν και τα όνειρα. Αποτυπώματα στο μέλλον τα λένε. Στο πέταγμά τους, πέφτουν και κάποιες πινελιές. Το ξέρεις ?


Μη μου ζητάς όμως να σκίζω. Μη μου ρίχνεις κατά λάθος τον καφέ σου στο κάθε τι πριν από σένα. Δεν έμαθα ποτέ να σκίζω .. Και - αυτό στο λέω τώρα, κάνεις πως δεν το ξέρεις βέβαια –


τότε που, κατά λάθος (και καλά..), έχυσες τον καφέ σου πάνω στην περασμένη μου σελίδα, μου έκαψες το χέρι. Και κοιτάς αλλού όταν συναντάς το κόκκινο σημάδι. Δεν έφυγε ακόμα, ξέρεις.


Στο έχω πει …
πως για την καρδιά μου, την καρδιά σου ????? δεν μιλάμε ??? Μη θες απάντηση λοιπόν σ’ αυτό. Κατάλαβε ότι θες από τους χτύπους, τα μάτια και τη σιωπή μου. Τέλος.


Αν λοιπόν μάθεις να διαβάζεις τις σιωπές μου ... Αν λοιπόν μάθεις να κοιμάσαι με παράθυρα ανοιχτά, δίχως τα όνειρα που σε σκοτώνουν ... Αν λοιπόν μάθεις καφέδες να μη χύνεις, σε ότι γράφτηκε και σε ότι γραφτεί χωρίς εσένα ... (και ειδικά αν μάθεις να μη σφυράς αδιάφορα όταν το κάνεις) ...


Τότε θα σε αρπάξω, θες δε θες


Και θα σε πάω εκεί ψηλά. Εκεί, στα σύνορα της χώρας των αγγέλων. Εκει που λένε πως ο άνθρωπος να φτάσει δεν μπορεί, παρά μόνο στο τέλος της ζωής του.


Έχω διακρίνει - ξέρεις, μέσα από εκείνες τις ματιές και τις σιωπές που σε φοβίζουν - κάποια μπαλκόνια για τολμηρούς περαστικούς, εκεί κοντά στην είσοδο του τέλους της ζωής. Εκεί, στην είσοδο της απαγορευμένης ζώνης.


Κανείς δεν σε πειράζει. Μπορεί και οι άγγελοι επίτηδες να τα’ άφησαν χτισμένα. Για να μαθαίνουν τα νέα απ’ τον κόσμο. Απ’ τους δραπέτες του όμως. Μελαγχολούν οι άγγελοι απ’ τις επίσημες αναφορές, έτσι έχω διαβάσει.


Συμφωνείς ? Σκέψου το.


Εκεί λοιπόν, θα σου δωρίσω τις στιγμές μου, αυτό το "μόνο εμείς" που τόσο θές, θα σου χαρίσω τη ματιά του κόσμου όλου….


Και θα σε φέρω πίσω, ζωντανό, πιο ζωντανό ακόμα, τόσο πολύ πιο ζωντανό, .. να …. ας πούμε, σαν τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, ως την άκρη του τέλους.


Σου αρκεί ? δεν μπορώ παραπάνω. Λυπάμαι.


Και θάχουμε εξαπατήσει τους ανθρώπους, τη ζωή, τον θάνατο και τους αγγέλους. Γιατί θα είμαστε πάλι πίσω εδώ….


Τι άλλο θες ???? Ποιο άλλο μυστικό θα τολμήσει να συγκριθεί μαζί του ?


Όχι πες …. Θα μάθεις λοιπον??,
Μπορείς ??? Ναι ή όχι ?


Α ναι.... Και μη ρωτήσεις "τι πρέπει να μάθεις".... Δεν τα ρωτούν αυτά οι συνομώτες... Ετσι δεν είναι ???



Ας το πούμε έτσι:Ο διάλογος μιας γυναίκας με τον νύν, υποψήφιο, πρώην, ... (δεν μπόρεσα να καταλάβω). Καθόμαστε πλάτη με πλάτη σε ένα εστιατόριο, είχε και θόρυβο, ήταν και χαμηλός ο φωτισμός, είχε και μουσική, οπότε γράφτηκε ότι απέμεινε από τις κουβέντες που άκουσα, ίσως και να φαντάστηκα, με τους σχετικούς εμπλουτισμούς. Λογικό είναι. Μέσα σε πολύ κόσμο, δεν ακούς και καλα. Δεν διέκρινα και την ηλικία της. Οταν γύρισα - και καλά - να πω κάτι στον σερβιτόρο, ώστε να δω λεπτομέρειες, είχαν φύγει. Πιο αναλυτικές λεπτομέρεις, κάνου κακό στη φαντασία.

Κάνει κρύο δίπλα στην ατμομηχανή. Παιχνίδια ταχυτήτων


Τι ωραία που είναι να ξεφυλίζεις την ιστορία ... Στα βιβλία, στις διηγήσεις, στις συζητήσεις (αν και εφόσον γίνονται ακόμα τέτοιες, στο νετ, στα όνειρα παίζοντάς τις παιχνίδια (εαν και εφόσον υπάρχουν τέτοια – όνειρα -).


Το πίσω ταξίδι ειναι πιο ασφαλές.
Το κάνεις ότι θέλεις, το πας όπου θελεις, αλλά έχεις 5 – 10 δεδομένα. Πληροφορίες, έρευνες, κοινές συμφωνίες για ότι ήταν κάπως έτσι. Περιορισμούς. Κι’ εσύ ταξίδεύεις σε αυτό το «κάπως έτσι». Οποτε θέλεις σταματάς, ανασυνθέτειςς, τοποθετείς την ιστορία εκεί που τη βρήκες ... και συνεχίζεις τη δουλειά σου. Δεν παιζει ρόλο ποιά ιστορία .. την προσωπική σου, η εκείνη των πολλών, την επίσημη, εκείνη των άλλων πολλών ή λίγων, την λιγότερο επίσημη ..


Το ταξίδι προς τα εμπρός είναι πιο δύσκολο και πιο βολικό συνάμα.
Το να φανταστείς την ιστορία που θα ακολουθήσει – με σένα ή χωρίς εσένα -. Το μέλλον, το κάνεις ότι θέλεις στην κυριολεξία. Εχεις την απόλυτη ελευθερία ασυδοσίας, σεβασμού, καταστροφής, δημιουργίας. Και δεν χρειάζεται να το επαναφέρεις σε καμμια τάξη. Ειναι μέλλον. Δεν παθαίνει τίποτα. Θα το δεις, όταν το φτιάξεις. Η όταν σου το φτιάξουν, θα σε υποδεχτεί.


Βέβαια, τίθεται το ερώτημα.... «τι ανάγκη έχεις να ταξιδέψεις πιο μπροστά» ?


«ζήσε τη στιγμή και φάκ ιτ» «τι το ψάχνεις» «σκασίλα σου, δεν θα επηρεάσεις», ... «δεν θα εισαι εκεί» (χτύπα ξύλο, αλλά δεν θα είσαι), άρα πάλι «φάκ ιτ»,


Αρα .... Πάμε λοιπον να καταναλώσουμε το παρόν μας όσο καλύτερα γίνεται. Εδώ μπαίνει θέμα αρχής, Σε τέτοια φάκ ιτ, λέμε φακ γιου.


Γιατί τέτοιες χυδαιότητες ? γιατί απλούστατα είναι θέμα ζωής και θανάτου. Αν δεν κοιτάξεις λίγο πιο μπροστά από το τώρα, κάπου χάνεσαι. Το ταξίδι στο μέλλον και το παιχνίδι μαζί του, λειτουργεί κάπως σαν μαγνήτης. Σε κάνει να προχωράς. Είτε θέλεις, είτε οχι.


Με κάθε ταξιδάκι μας μπροστά, πίσω, πάνω, κάτω και πλαγίως, ποτέ δεν επιστρέφουμε ατόφιοι στο παρόν μας. Ενα κομματάκι μας μένει εκεί, μας φωνάζει, να τρέξουμε, να μείνουμε, ... να την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια ...


Και όσο διατηρούμε αυτό που ονομάζουμε ευαισθησία, αυτά τα κομματάκια, μας δίνουν αναφορές, μας στέλνουν μηνύματα, μας τραγουδούν, έτσι χωρίς λόγο, μας τροφοδοτούν γι’ αυτό το άλλο, που ισως δεν αγγίξουμε ποτέ, αλλά το έχουμε τόσο ανάγκη.


Αλλοιώς, βαριόμαστε. Ασε που ζούμε λιγότερο. Πολύ πιο λίγο. Από τον άγνωστο Χ της ζωής μας, αφαιρούμε τα εν λόγω ταξιδάκια. Και λουζόμαστε το υπόλοιπο. Και αυτά όχι μόνο για τον καθέναν. Για κάθε ομάδα και κάθε κοινωνία.


Ερώτημα λοιπον. Μπορούμε να αναμετρηθούμε με το μέλλον μας ? Ετσι, απλά για να έχουμε τα μαγνητάκια που μας τραβάνε μπροστά ??


Στα σχετικά κοντινές μας περιοχές μπορούμε άνετα. Εχουμε πόθο, έχουμε προσδοκία, έχουμε έρωτα, έχουμε σχέδια, στόχους ... και λίγο πολύ .. το κυνηγάμε ... Με τον προσωπικό τρόπο του καθενός. Ενστικτωδώς μπαίνουμε σε τέτοια ταξιδάκια. Για τις άλλες όμως περιοχές ? τις πιο δύσκολες και τις πιο απόμακρες από μας?


Πάμε λίγο πίσω, στο παρελθόν, για να δούμε τι γινόταν .... με το μέλλον. Και με τις σφραγίδες που έβαζαν οι άνθρωποι στο παρόν τους.


Μια φορά κι έναν καιρό ....


Ο κόσμος ηταν τόσο καλά προσδιορισμένος και τόσο απλός. Ο ταξιδιώτης, θα διακρίνει ανθρώπους, τροφή, βασικά εργαλεία, υποτυπώδη συννενόηση. υποτυπώδη γραφή. Και σύμβολα. Πολλά σύμβολα. Που όλοι τα καταλάβαιναν (με την τότε έννοια), χωρίς να τους τα εξηγήσει κανείς.


Ειχαν τις συνέχειές τους όλα αυτά, οι κοινωνίες, οι ομάδες, οι άνθρωποι. Δεν μπορεί, θα υπήρχε μια διαδικασία μεταβίβασης «γνώσης» και εμπειρίας, αλλά δεν την χρειαζόντουσαν και τόσο συστηματικά. Ειχαν τις βασικές τους δομές. Τα σύμβολα, τους ελάχιστους κανόνες, το περιβάλλον που δεν άλλαζε και – κυρίως - τη συνύπαρξη των ηλικιών. Οι μικροί μάθαιναν από τους μεγαλύτερους.


Γιατί το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν οι γέροντες, ήταν ίδιο και απαράλακτο με αυτό των νέων. Ο ταξιδιώτης, σίγουρα δεν θα μπορούσε να καταλάβει τα πάντα, αλλα, επίσης σίγουρα, θα μπορούσε να διακρίνει τα βασικά, τις συνήθειές τους, τις επαναλήψεις τους.


Ολα πήγαιναν αργά λοιπον. Πολύ αργά, στην αρμονία της μη αλλαγής. Αυτό που ήταν σήμερα .. θα ήταν και αύριο. Τίς είπαν λοιπον ψυχρές κοινωνίες, γιατί απλούστατα δεν παρήγαν καμμία πρόσθετη ενέργεια, και κρατούσαν τη συνοχή τους.
Συστολή. Εκεί, μέσα στον μικρό τους πυρήνα.


Κάποιες από αυτές, διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, τουλάχιστον μέχρι τα μεσα του 20ου αιώνα. Τόσο απομονωμένες ήταν, τοσο κλεισμένες στον εαυτό τους. Και τις μελέτησαν οι ανθρωπολόγοι βγάζοντας απίστευτα συμπεράσματα για μας, τόσο απίστευτα .. που ανάθεμα και αν τα ξέρει κανείς σήμερα...


Ειχαν και τα έκτακτα . Ξηρασίες, επιδρομές, καταστροφές φυσικές, ... Μπορεί να ειχαν φροντίσει για τις βασικές τους άμυνες, αλλά ... επειδη ακριβώς το σύστημά τους ήταν τόσο απλό και τοσο αργό, μία ξαφνική αναστάτωση το διέλυε. Διέλυε τη φυλή. Διέλυε τους ανθρώπους. Δεν ήξεραν πως θ αντιμετώπιζαν κάτι ξένο. Κατι καινούργιο. Κάτι έκτακτο. Και βέβαια έτρεχαν να βρουν σωτηρία που αλλού ? Στο φαντασιακό τους. Στους θεούς τους, στις τελετές τους. Δεν ειναι τυχαίο πως ο πόλεμος ήταν – για πολλούς αιώνες - μία τελετή (εκτός από σφαγή). Και δεν είναι τυχαίο πως παρά τα όσα έκτακτα και καταστροφικά έζησαν αυτοί οι «πρωτόγονοι» παρέμεναν στο ψύχος τους.


Και ο ταξιδιώτης σίγουρα θα έχει πολλά να πει για τις γιορτές που θα έγιναν, όταν αυτός ο «κάποιος» (μπορεί να ηταν και περισσότεροι σε διαφορετικά μέρη και διαφορετικές εποχές) ανακάλυψε τη φωτιά, το δέσιμο των υλικών μεταξύ τους, αυτά τα τοσο απλά και τόσο βασικά που έκαναν τη ζωή να αλλάζει. .. Αν έγινε έτσι βέβαια. Ειπαμε. Στα ταξίδια της ιστορίας παίζουμε λίγο. Αυτός λοιπον ο κάποιος γινόταν θεός. Ξεχώριζε. Και θα τον θυμόντουσαν για πάντα .. Οσο διαρκεί το «πάντα» κάθε στιγμής.


Και τότε, το «για πάντα» διαρκούσε πολύ - πολύ καιρό. Και οι μικρές αλλαγές ηταν μεγάλες επαναστάσεις. Και οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, είχαν όλο το περιθώριο να τις βιώσουν. Αργα. Τη γέννηση, την ωρίμανση την παρακμή τους.


Αρκετές φορές, σε πολλούς, συντεταγμένους και συνεχόμενους καιρούς ..
.


Και όσο περνούσαν οι αιώνες, τα πράγματα γινόντουσαν πιο σύνθετα, οι ανακαλύψεις πιο τακτικές, η εξέλιξη έφερε αυτό που λέμε γνώση. Που δεν ξέρουμε πως ακριβώς λειτουργούσε τότε και πως τη χρησιμοποιούσαν, πως την αξιοποιούσαν. Αλλά σιγά – σιγά κάτι γινόταν.


Και πάλι όμως, σιγά – σιγά. Αρχισαν να ασχολούνται με κάτι που δεν τους ήταν άμεσα χρήσιμο. Οι άνθρωποι ήξεραν πλέον κάτι περισσότερο από αυτό που βίωναν. Και συνέχιζαν, πάνω σε κάτι που έφτιαξαν οι παλιότεροι.


Και πάλι θα υπήρχαν οι τομές, θα υπήραν αυτοί που έφερναν το καινούργιο, αυτοί που έδωσαν κάποιες εξηγήσεις περισσότερες από πριν... Πάλι θα ξεχώριζαν και πάλι θα έμεναν για πάντα. Οχι ακριβώς θεοί, αλλά κυρίαρχοι της εποχής τους. Που είχε αρχή, μέση και τέλος. Είχε κύκλους. Και με τις λίγες εξαιρέσεις, πριν τη γέννηση του καινούργιου, το παλιό είχε ωριμάσει.


Ξεκίνησε αυτό που λέμε σήμερα «γνώση» και οργάνωση της κοινωνίας. Και πλέον ο χρόνος άρχισε να κυλά, αργά μεν, αλλά με βήμα σταθερό.
Οι τότε εποχές βαφτίστηκαν από εμάς τους μεταγενέστερους, σε κλασσικές, βυζαντινές, μεσαιωνίκες αναγεννησιακές, .. Ηρθε ο διαφωτισμός, ήρθε η βιομηχανική επανάσταση, ήρθε ο εικοστός αιώνας. Μπορούσαμε πάντως να διακρίνουμε τους κύκλους τους, τα βήματά τους, τις εστίες ανατροπής τους, τους πρωτοπόρους, τους ουραγούς .. κλπ.


Και ο 21ος. Καλώς το μας.


Για πάντα, πλέον στους θερμούς καιρούς ...


Αλλά κάποια στιγμή, ίσως μετά τον Β’ παγκόσμιο, ίσως κάπου μετά το 60 – 70, όπου οι τεχνολογίες ξέφυγαν, όπου οι ταχύτητες ξέφυγαν, όλα έγιναν πιο σύνθετα – ή τουλάχιστον ανακαλύφθηκαν πως ηταν σύνθετα - , τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.


Ειχαν γίνει όλα τόσο πολλά. Και έτρεχαν όλα τόσο γρήγορα.
Επιστήμη, παραγωγή, τέχνη, κινητά και ακίνητα, χρήμα, αξίες (χρηματικές και άλλες). Ξεπήδησαν απίστευτα επιτεύγματα, έγιναν απίστευτες αναλώσεις πόρων του πλανήτη, χτυπήθηκαν οι ασθένειες, μοιράστηκε ο πλούτος, έγιναν εξεγέρσεις, έγιναν πόλεμοι, ξεπετάχθηκε ποίηση, φώς, απλώθηκε σκοτάδι. Οχι για όλους.


Και αυτές τις κοινωνίες (του 19ου και 20ου αιώνα ειδικότερα), τις είπαν οι ανθρωπολόγοι θερμές, γιατι πλέον ο πολιτισμός τους παρήγαγε ενέργεια και πλεονάσματα, έπαιρνε και έδινε, κινούσε, έβγαζε καπνούς, έκανε θορύβους, Κάτι σαν την ατμομηχανή. Θερμοδυναμική.


Οπως γινόταν και λίγο πριν", θα έλεγε μία περιγραφή ξεχνώντας πως τώρα πλέον δεν είναι εύκολο να διακρίνεις εποχές, κύκλους, αρχές και λήξεις. Και δεν είναι έυκολο να διακρίνεις μοναδικότητες. Το ένα εξαρτάται από το άλλο. Το βλέπουμε. Και μας το ειπε γνώση που αποκτήσαμε.


Με το που ξεκινάει το τρέξιμο η μία εποχή, νάσου η επόμενη την προλαβαίνει και την προσπερνά. Δεν προλαβαίνει πλέον τίποτα να δοκιμαστεί, να κάνει τον κύκλο του, τον απολογισμό του. Τεχνολογίες (μάλλον από εκει ξεκινούν όλα), ίδέες, ακόμα και συναισθήματα. Ακόμα και στις σχέσεις των ανθρώπων. Γύρνα σελίδα εδώ και τώρα. Και γρήγορα. Τουλάχιστον δημόσια. Τουλάχιστον σε ότι είναι ορατό.


Και κανείς μα κανείς δεν τολμά, δεν θέλει πλέον να δεί, ν’ αφουγραστεί, πέρα απο το πολύ πολύ κοντινό του.
Από τα μοντέλα πρόβλεψης των οικονομικών, μέχρι τις φιλοσοφικές διαδρομές.... Κάποτε, - και το κάποτε σημαίνει περίπου 10-15 χρόνια – ίσως όλοι νά ήξεραν πως η πρόβλεψη δεν θα τους βγει, αλλά το προσπαθούσαν. Τώρα λένε πως απλά, δεν υπάρχει λόγος. Τουλάχιστον δημόσια. Ορατά.


Με εξαίρεση, ίσως κάποιους χώρους της έρευνας των θετικών επιστημών, όπου εκεί υπάρχουν συνέχειες, εκτιμήσεις και προβλέψεις, όπου εκει ακόμα γίνονται πειράματα και χτίζονται γνώσεις. Ενδεχομένως και οράματα ... Ισως και το star-trek. Που θα κοροϊδεύει το «1984» επειδή όποιος διάβασε το βιβλίο ή είδε την ταινία μετά το ‘84 ανακουφίστηκε. Ο Οργουελ την πάτησε. Δεν ήταν (ακριβώς) έτσι το ζήσαμε. Και φοβήθηκε όμως. Ο Οργουελ, παρα λίγο ... να πέσει μέσα ....


Ανθρωποι της οικουμένης και άνθρωποι της στενότητας.


Οσο πηγαίνουμε πίσω, στις εποχές που μας χάρισε η ιστορία, ανακαλύπτουμε πως με την εξέλιξη, οι άνθρωποι δημιουργούσαν όχι μόνο με τα χέρια αλλά και με τη σκέψη τους.


Και μέσα από τη σκέψη, μέσα από την πληροφορία, την επιστήμη, την έρευνα, το πείραμα, βγήκαν κάποιοι «προφήτες». Κάποιοι που μίλαγαν για οράματα, για το αύριο, για αυτό που θα έρθει, ή καλύτερα γι αυτό που άνθρωποι και οι κοινωνίες τους θα φτιάξουν. Δεν συμφωνούσαν σε όλα, ο καθένας είχε τη δική του εποχή, τον τρόπο του, την οπτική του.


Αλλά, είχαν τον χρόνο να σκεφτούν και να διακινδυνεύσουν, είχαν τον χρόνο να ψάξουν, είχαν την πολυτέλεια να ορίσουν πιο είναι το σήμερα και πιο ειναι το αύριο. Και η εποχή τους, ακόμα και όταν εκείνοι έπαψαν να υπάρχουν, είχε το περιθώριο να τους δοκιμάσει. Να τους δικαιώσει, να τους καταλογίσει λάθη, να τους ξεχάσει ή να τους θυμάται. (διαρκώς ή .... κατά περίπτωση). Οι καιροί άλλαζαν, οι εκπλήξεις και οι ανατροπές πάντα υπήρχαν, αλλά μπορούσε να μπει ένα στοπ. Και να πουν .. Σήμερα είμαστε εδω, αύριο θα είμαστε (περίπου) εκεί.


Ξεχάσαμε να πούμε πως, ίσως με εξαίρεση την Αρχαία Ελλάδα, ίσως και κάποιες Ανατολικές Κοινωνίες, η γνώση και και η ανακάλυψη του «κάτι παραπάνω από το σημερινό αναγκαίο», συνδυάστηκε με την εξειδίκευση. Στη δουλειά, την θέση στη κοινωνία, στη γνώση, ίσως και στο όνειρο.


Υπήρχαν, ωστόσο, κάποιοι που ξέφευγαν. Και τους ονομάσαμε ταυτόχρονα ζωγράφους, ποιητές, φιλόσοφους, μαθηματικούς, φυσικούς .. και πολλά άλλα. Και απ’ ότι φαίνεται ίσως να ήταν. Η ιστορία αποφάσισε πως η Αναγέννηση, μαζί με τα τόσα άλλα, ... γέννησε και αυτόν τον «τύπο» του ανθρώπου. Του Οικουμενικού.


Προφανώς, σε όλη την πορεία του ο κόσμος μας θα γνώρισε πολλούς από αυτούς τους οικουμενικούς ανθρώπους, ανεξαρτήτως της χρονικής περιόδου, αλλά η ιστορία δεν μπόρεσε να τους ανακαλύψει και να τους διασώσει. Εχει και η ιστορία τις επιλογές της. Οταν έχει να ασχοληθεί με τοσα πολλά, αρχίζει και ξεχνά. Ισως και για λόγους σκοπιμότητας, αλλά αυτό ειναι άλλο θέμα.


Ειχαμε λοιπον προφήτες και οραματιστές, είχαμε ανθρώπους οικουμενικούς. Αλλα,
αυτός ό άνθρωπος, ο πιο σύνθετος, ο πιο οικουμενικός, ο πιο γεμάτος απ’ τις ποικιλίες του κόσμου, ... μάλλον δεν αντέχει ή δεν αντέχεται πλέον.


Η ώρα της ειδικότητας αυτής της απόλυτης, φαίνεται να γίνεται αιώνας. Το ξέρουμε πως όλα ειναι σύνθετα. Αλλά δεν μπορούμε όλοι με όλα, δεν θα προλάβουμε τις ταχύτητες. Ουτε τους στόχους. Και δεν είναι μόνο για την παραγωγή, την επιστήμη και τα σχετικά ... Πάει παντού. Μα παντού όμως.


Και οι «σχολές», τα ρεύματα, οι τάσεις .. λούφαξαν. Κάποτε υπήρχαν σχολές στην ψυχανάλυση, στην οικονομία, στην ζωγραφική, στην ποιήση, στο σινεμά ... Τώρα ... κάπου έχουν λουφάξει, ή έχουν βαρεθεί να προβάλουν τις ιδιαιτερότητές τους. Τουλάχιστον δημόσια. Εκεί που θα είναι ορατές.


Και όλα αυτά, με μια απίστευτη γνώση, μια απίστευτη ευκολία μετάβασης από το ένα μέρος στο άλλο (όχι πάντα με τη γεωγραφική έννοια), με μία απίστευτη διαθεσιμότητα πηγών, μέσων και πληροφοριών. Αλλά τελικά ... ειναι τοσο πολλές που δεν ξέρουμε τι να τις κάνουμε. Κάτι σαν τις σελίδες και τα κείμενα του ίντερνετ ... Που πολλές φορές έχεις διατρέξει τόσα πολλά, τα έχεις ρουφήξει τόσο γρήγορα που την επόμενη στιγμή, έχεις ξεχάσει. Κάτι σαν αυτό το ποστ.


Σίγουρα, για μια ακόμα φορά, δεν θα ειναι ακριβώς έτσι. Σίγουρα υπάρχουν οι πιο οικουμενικοί, σίγουρα υπάρχουν και οι οραματιστές, ίσως και οι προφήτες. Οχι αναγκαστικά με τις δημοσιότητες και τις περγαμηνές, αλλά με τη δική τους μοναδική και πολλαπλή ματιά. Εξ’ άλλου οι οικουμενικοί άνθρωποι δεν χρειάζεται πάντοτε να ζωγραφίσουν τζοκόντες. Και οι πρώτοι άνθρωποι, αυτοί των σπηλαίων, το ίδιο ήταν .. οικουμενικοί. Θέμα χώρου που ορίζει ο καθένας μας λοιπον.


Και επειδή ο κόσμος έχει υπερθερμανθεί, ο ταξιδιώτης, που τώρα ετοιμάζεται να πάει σπιτάκι του μας πληροφόρησε πως τους είδε κάπου εκει, στο κρύο. Και λίγο μόνους. Και λίγο φοβισμένους.


Δεν μπορεί, ίσως να ξέχασαν πως, όταν όλα τρέχουν με μια ταχύτητα τόσο μεγάλη, άναρχα, ασύντακτα, διαλυτικά, κάπου χάνουν το σχήμα τους. Δεν αναγνωρίζεται. Φαίνεται το ίδιο. Σαν μία γραμμή που σχηματίζεται στιγμιαία. Και αυτοί που μένουν, που σιωπούν, που κολυμπούν ακόμα με όσο αρμονία τους έχει απομείνει, θα μπορούν να ξεχωρίζουν και να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον.


Η μοναχικότητά τους δεν θα σπάσει έυκολα, τα θερμά ρεύματα των ταχυτήτων, μάλλον κάνουν δύσκολες τις προσεγγίσεις τους. Εχουν όμως αυτή τη μακρυνή συντροφιά. Του ενός προς τον άλλον. Θα μάθουν και να μιλούν την ίδια γλώσσα.


Αλλά, καμμια φορά δεν ξέρεις ... Μπορεί εκεί που αιωρούνται εν μέσω θερμών ρευμάτων, τα σώματά τους να έρθουν κοντά. Και το κρύο θα προβληματισθεί. Και αν ειναι περισσότεροι, ίσως σχηματίσουν μία άλλη θερμότητα, όχι σαν αυτή της ατμομηχανής και του ντίζελ. Σαν αυτή που τη λένε ζεστασιά.


Και αν σε νοιάζει και σου φέρνει αγωνία, το τι θα κάνεις με τα τόσα πολλαπλά σου, να και μιά απάντηση,
100% πραγματική. Που άκουσα από κάποιον ξεχωριστό άνθρωπο, που ειναι μέσα σε αυτούς που τρέχουν πολύ. Πολύ μέσα.


«Δεν έχουμε καταλάβει καλά πως σήμερα την εξειδίκευση και την άρτια τεχνική την βρίσκεις εν αφθονία όπου και όπως θέλεις. Την αγοράζεις, τη νοικιάζεις, την προσλαμβάνεις, τη διώχνεις, την μετεκπαιδεύεις Οτι έχουμε εμείς, το έχουν και οι άλλοι» (είχαμε κάτι θεματάκια με ανταγωνισμό, μάρκετ shares, και τα σχετικά.) Αυτό όμως που δεν νοικιάζεται, δεν αγοράζεται ... δεν ... δεν .. , ειναι το συνολικό βίωμα και η σύνθεση του κόσμου. Αν το έχεις αυτό .. εισαι μπροστά.»



Οποιος επεκτείνει λίγο αυτή τη φράση (επεκτείνεται μία χαρα) και όποιος την δει λίγο διασταλτικά (διαστέλεται επίσης μια χαρά) ... καταλαβαίνει.

Γυναίκες του δρόμου και γυναίκες για σεβασμό

ΣΤΑ 15 - 16 αλλο η γυναίκα που σέβεσαι και άλλο η πόρνη


Σε κάθε περίπτωση, το θέμα «γκόμενας» ήταν κυρίαρχο μεν, δύσκολα υλοποιήσιμο δε. Παρόλα αυτά όμως, υπήρχαν πάντα οι παραμυθάδες που μας παρουσίαζαν με έπαρση τις επιδόσεις τους,. Εκ των πραγμάτων, μας έκαναν να νοιώθουμε μειονεκτικά ως άντρες. Ευτυχώς, πήραμε την εκδίκησή μας όταν σταδιακά το γκέτο των αγοριών διαλύθηκε. Εκεί με πληροφορίες από πρώτο χέρι πλέον, από τα ίδιες τις κοπέλες - πρώην «γκόμενες» (υποτίθεται), διαπιστώναμε πως οι περισσότερες επιδόσεις ήταν «μούφα». Λύτρωση.


Ταυτόχρονα όμως υπήρχε ένα δεύτερο στοιχείο που έκανε πολλούς να νοιώθουμε μειονεκτικά. Οι οίκοι ανοχής. Οκ, δεν έχεις γκόμενα, γιατί δεν πας στις πουτάνες ? Υπόψην, τότε δεν είχε προηγηθεί η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και δεν είχαμε τις δίμετρες καλλονές. Η όλη εικόνα ήταν πως πας, τη βλέπεις, όπως και αν είναι. Αν σου κάνει, σε γενικές γραμμές, πας μέσα και αυτό ήταν. Και όλοι πήγαιναν. (ή έλεγαν πως πήγαιναν).


Προσωπικά, όπως και πολλοί άλλοι, ταξιδεύαμε σε μέρη και σε ιστορίες όπου η αγάπη και το σέξ ήταν ένα. Δεδομένα και άγνωστα ταυτόχρονα, με πόθο και φόβο. Τόσο για τους κατά καιρούς έρωτές μας, όσο και για την ίδια την κατάσταση που, πρώτα την πλάθαμε και μετά καλούσαμε τους έρωτές μας να την γεμίσουν με την ονειρική τους παρουσία.


Κάποια στιγμή, αποφάσισα κι εγώ, να λέω πως «έχω πάει». Αν μου ζητούσαν λεπτομέρειες, πως και τι, ήταν εύκολο, τους παρείχα παραλλαγές των όσων είχα ακούσει, είτε από τους ίδιους, είτε και από τους άλλους. Έτσι τουλάχιστον καθάριζα με την επιβεβαίωση και μπορούσα να ασχοληθώ ανεπηρέαστος με τα όνειρα και τα αδιέξοδά μου.


Αλλά ήρθε η καταραμένη μέρα της αποκάλυψης.


Κανονίστηκε σινεμά. Ταινία. : Τόρα – τόρα – τόρα. Υπερπαραγωγή, με θέμα την αιφνιδιαστική επίθεση της Ιαπωνίας και την καταστροφή του αμερικανικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ. Αυτό σηματοδότησε την είσοδο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο. Και μετά…. Η σχετική «τσάρκα» στους οίκους ανοχής.


Δήλωσα συμμετοχή σε μία ομάδα 5 ή 6 αγοριών που σχηματίσθηκε, όλοι από την ίδια τάξη. Μου το είχαν προτείνει και αν έλεγα όχι θα καρφωνόμουν. Μπετόν στην άποψη πως δεν κάνω τίποτα με αυτές, είπα οκ θα ακολουθήσω (για να μη γίνω ρόμπα) αλλά δεν θα συμμετάσχω. (εξ’ άλλου η τσάρκα παρείχε το δικαίωμα της απλής αναγνώρισης χωρίς συμμετοχή).


Η ταινία ήταν φοβερή. Για πρώτη φορά, υπήρχε και η οπτική γωνία των Γιαπωνέζων σε μία πολεμική ταινία που βλέπαμε. Και έθετε ζητηματάκια γενικώς, για το τι παίχθηκε τότε. Αλλά η ταινία δεν παίζει ρόλο. Με είχε επηρεάσει όμως. Μπαίνουμε λοιπόν. Μας υποδέχεται η υπεύθυνη, ευγενέστατη κυρία, μπορεί να ήταν 40, 50, 60 .. δύσκολο να προσδιορίσει κανείς. Πρέπει – αν θυμάμαι καλά – να υπήρχε και ένας τύπος που περίμενε, στο σαλόνι. Αμέσως ο τύπος πήγε μέσα. Είχε σειρά. Παλιόφατσα ήταν.


Tip of the project. και να θέλεις να πας δηλ, αν δεις έναν τέτοιον να μπαίνει πριν …. Αστα να πάνε. (και άλλα σενάρια καταστροφής).


Εμείς περιμέναμε την κοπέλα, να τη δούμε. Η υπεύθυνη μας έπιασε τη κουβέντα. Γλυκύτατη και ευγενέστατη. Μας ρώτησε σε ποια τάξη πάμε, μας συνέστησε να προσέχουμε τα μαθήματά μας και τα σχετικά. Μας ρώτησε αν θέλαμε πορτοκαλάδα. (όντως έτσι έγινε). Οι 2 -3 πιο «μπασμένοι» από εμάς απαντούσαν μονολεκτικά, «όχι, ναι, όχι, όχι» (στην πορτοκαλάδα σίγουρα όχι.) Εγώ στην πορτοκαλάδα σκέφτηκα να πω ναι, αλλά μετά με έπιασαν οι σιχαμάρες, έβλεπα και τους άλλους και σκέφτηκα «άστο καλύτερα».


Μετά από κανένα τεταρτάκι, ο προηγούμενος βγήκε από το δωμάτιο, πέρασε ανάμεσα μας και έφυγε με γρήγορο βήμα προς την πόρτα.


Τip of the project. Φαντάσου, ενώ δεν είσαι παλιόφατσα σαν τον προηγούμενο, να βγαίνεις από το δωμάτιο …. και για να φτάσεις στην έξοδο, να πρέπει να περνάς ανάμεσα από 6 πιτσιρικάδες που σε κοιτάνε, καθισμένοι στο σαλονάκι …..


Ηρθε η κοπέλα. Ουδεμία σχέση με τις αισθητικές μας προτιμήσεις. Μετά πήγε μέσα. Αποφασίστηκε η αποχώρηση, μέσω συνεννόησης με τα μάτια. Η υπεύθυνη μας συνόδεψε μέχρι την πόρτα. Ευγενέστατη και πάλι. Μας αποχαιρέτησε. Ένοιωσα τέλεια για τους εξής λόγους.


Α) mission has been completed. No cat, no damage.


B) «Πουλάκια μου μάλλον κι εσείς τρέλα πουλάτε λέγοντας πως έχετε ξεπετάξει όλα τα σπίτια της οδού Φυλής. Όλοι μέσα στην κόμπλα είσαστε». Φοβερά λυτρωτική αίσθηση.


Γ) η υπεύθυνη καταστήματος άψογη και διασκέδασε την αμηχανία μας.


Έκρινα λοιπόν σκόπιμο φεύγοντας τελευταίος, να πω «καληνύχτα και ευχαριστούμε πολύ». Ε. αυτό ήταν …. Χαμός.


- Ρε μαλάκα τι πας και λες σ’ αυτή «ευχαριστούμε» ?


- Μα ήταν ευγενική μαζί μας


- Ε και ? εδώ είσαι σε πουτάνα. Δεν είσαι με την κοπέλα σου.


- Ναι το ξέρω, αλλά τι πειράζει που της είπα ευχαριστώ ?


- Άκου να δεις. Ο σεβασμός είναι για τις κοπέλες μας. Αυτές είναι για να τις σεβόμαστε. Εδώ ήρθαμε για σέξ. Και το σεξ είναι για τις πουτάνες. (ειπώθηκε 10 φορές πιο χοντρά, αλλά δεν χρειάζεται η ακριβής απόδοση).


Μου καρφώθηκε η φράση.


Πέρασε ο καιρός. Τα όνειρα αναμετρήθηκαν με τις πραγματικότητές μας. Βρέθηκα, όπως και πολλοί άλλοι, αντιμέτωπος με πολλούς διαχωρισμούς και διχασμούς, Σχετικούς με το σεξ, τους ρόλους, τις συμπεριφορές και τα παιχνίδια.


Αλλά, πίστευα πως, αυτή η ακραία φράση, αυτή ή οριοθέτηση μεταξύ της γυναίκας / πόρνης, και της γυναίκας «αγίας» που επιλέγουμε ως σύντροφό μας (ασχέτως διάρκειας και μορφής σχέσης), δεν ήταν πλέον δεδομένη. Σε έναν κόσμο που όσο νάναι προχωράει. Και η αλήθεια είναι πως, σε γενικές γραμμές, δεν το αντιμετώπισα ιδιαίτερα ως κυρίαρχο δίλλημα. Έτσι νομίζω δηλ.


Πέρασε ο καιρός και η πόρνη παραμένει ολίγον πόρνη και η γυναίκα που σέβεσαι γίνεται μητέρα των παιδιών σου.


Αντροπαρέα 35 – 40 πλέον. Αλλοι εντελώς άνθρωποι. Ψαγμένοι κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ. Πολλά κλπ κλπ κλπ. Δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες, αλλά η σύνοψη έχει ως εξής


- Την τάδε την γουστάρω πολύ. Ερωτικά, επικοινωνούμε φοβερά, υπάρχει μεγάλη οικειότητα, περνάμε καλά, κλπ κλπ … (Έντονη ιστορία δηλ και με «συνολικό» κλικ, το μεγάλο ζητούμενο δηλ).


- Ε καλά ρε συ, γιατί δεν το προχωράς τότε ? Φτού σου και πάλι φτού σου μη σε ματιάσουμε, αλλά προχώρα το.


- Κοιτάξτε να δείτε, εγώ αν κάνω κάτι θα το πάω για σοβαρά. (κατανοητό. Στα 35 όσο νάναι μπαίνει το ερώτημα του ποιος είμαι που πάω, ρεμάλι θα μείνω, θέλω οικογένεια κλπ).


- Ακόμα καλύτερα, αλλά μη την πιέσεις απ’ την αρχή βρε παιδί μου, δες και τις δικές της διαθέσεις, και αν είναι οκ ... why not.


- Όχι, δεν θα κάνω τίποτα και δεν θα πιέσω τίποτα. ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΓΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΟΥ.


-
Ωπα. (νάτα μας…. )


- Έχω μάθει ότι @#$@#!%@$%&^ κλπ κλπ κλπ. =


Α). πηγαίνει συχνά σε μπαρ, ενίοτε πίνει και ξενυχτάει.


Β). μάλλον έχει αλλάξει αρκετούς γκόμενους, και με πληροφορίες για ενδεχομένως πραγματοποιθέντα one night’s stands, τουλάχιστον την τελευταία περίοδο.


Γ). Περιποιείται το σώμα της με ερωτικό τρόπο. (δεν διατυπώνεται διαφορετικά)


- Μα καλά, οκ. Πες ότι είναι φάση. Εσύ δηλ δεν έχεις κάνει τα αντίστοιχα ?


- Άλλο εγώ οκ. Αλλά, είναι άλλη η φάση μου και δεν λάνσαρα τον εαυτό μου σαν μελλοντικό πατέρα. Και είμαι και άντρας. Άλλο η γυναίκα που τη θέλεις μάλιστα για να κάνεις οικογένεια.


- Και Τι σχέση έχει αυτό (προαναφερθέντα Α-Β-Γ) με τη μαμά των παιδιών σου ? θα τα ταίζει friskies αν είχε 10 γκόμενους πριν, ενώ αν καθόταν σπίτι και ζωγράφιζε πρίγκιπες σε άσπρα άλογα, θα ξέρει να τους μαγειρεύει φρέσκα φαγητά από τη λαϊκή?


- Όχι ρε, είσαστε αλλού. Η γυναίκα που την έχει δεί γκόμενα, κάνει για γκόμενα και όχι για μαμά των παιδιών σου.


- Μα είπες πως εκτός από ωραία γκόμενα που τη βλέπεις και σου τη βαράει, έχετε και φοβερή επικοινωνία, είναι μια χαρά. Και δείχνει να σε γουστάρει. Γιατί δεν μπορεί να είναι και μαμά των παιδιών σου ? Και πως διάολο ορίζεις τη μαμά των παιδιών σου ?


Πάμε τώρα για τα ενδιαφέροντα.


- Η μαμά των παιδιών σου, δηλ η μελλοντική σου γυναίκα. Δεν είναι αναγκαίο να σου αρέσει ιδιαίτερα, οκ, να μη σε απωθεί, αλλά δεν χρειάζεται και το πολύ πάθος. Αν έχει πάθος με σενα, θα βγάλει αργότερα και με άλλους. Να έχει σαν στόχο να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά μας κλπ.


- Και πως θα το ξέρεις από τώρα ?


- Φαίνεται. (από τα Α-Β-Γ φαντάζομαι). Αλλά παίρνεις και ένα ρίσκο όσο νάναι. (Να είναι Α-Β-Γ και να μη το ξέρεις προφανώς)


Πάμε και για τα άλλα ενδιαφέροντα.


- Και δεν μου λες ρε μεγάλε. Το πάθος οκ. Πες ότι περνάει, λέμε τώρα. Η επικοινωνία ? Αν δεν ταυτίζεσαι σε 10 πράγματα μαζί της ε, σε δύο χρονάκια, αν δεν τα παίξει αυτή θα τα παίξεις εσύ, αφού σε ξέρουμε. Πως θα τη βγάλεις με τη μαμά των παιδιών σου που δεν θα τη γουστάρεις, δεν θα επικοινωνείτε ιδιαίτερα ? Σου αρκεί να μαγειρεύει και θα διαβάζει τα παιδιά ?


- Για αυτά θα θέσω όρους. Θα βγαίνω με τους φίλους μου κλπ.


- Για μαζέψου λίγο. Εμείς στο επικοινωνιακό θα σου κάτσουμε. Στο σεξουαλικό όχι.


- Ειστε μαλάκες, εγώ μιλάω σοβαρά. Αν δεν κάνω τώρα τη κίνηση, αν δεν κάνω τώρα οικογένεια, πότε θα κάνω. ? Και αν μπλέξω μαζί της, θα την ερωτευτώ, θα την θέλω, αλλά θα με πάει πίσω.


- Εκείνη θέλει ρε παιδί μου τα αντίστοιχα ? το έχεις τσεκάρει.


- Δεν με νοιάζει. Εγώ δεν τη θέλω γι’ αυτόν τον ρόλο.


- Τη φοβάσαι έτσι δεν είναι ?


- Πείτε το κι έτσι. Για μένα από τη στιγμή που κάνεις οικογένεια τα πράγματα αλλάζουν. Και η γυναίκα που θα διαλέξεις πρέπει να είναι πλασμένη γι αυτό. Όχι για τα άλλα.



Το στόρυ δεν προχώρησε, η μοιραία γυναίκα που λεηλατούσε τα μπαρ και τους άντρες δεν ξέρω τι απέγινε, αλλά ο καλός μας παντρεύτηκε μετά από 2 χρόνια αν θυμάμαι καλά, ίσως και νωρίτερα. Βρήκε ένα "καλό κορίτσι" και το πήρε. Με προδιαγραφές μάλλον όπως τις ήθελε, έτσι λένε τα σχόλια. Δεν βγαίνει μαζί μας, δεν τα καταφέρνει. Δεν ξέρω αν είναι ευτυχισμένος ή όχι, δεν είναι εκεί το θέμα


Αλλά τελικά η διαφορά ανάμεσα στους ανώριμους 16ρηδες και τους ψαγμένους 30-40ρηδες, με μία γενιά διαφορά … δεν φαίνεται να είναι μεγάλη. Όλα αλλάζουν, αλλά πολύ αργά.



Ακρότητες, ενδιάμεσα και χρώματα.

Ασπρο. Η μία άκρη. Το ένα από τα δύο απόλυτα. Το κατά πόσο είναι απόλυτο, από τη στιγμή που πάνω σ’ αυτό μπορείς να ρίξεις οποιοδήποτε χρώμα προκαλώντας τους άπειρους συνδυασμούς, είναι υπό συζήτηση.


Μαύρο. Η άλλη άκρη. Το κατά πόσο είναι απόλυτο, από τη στιγμή που δεν αφήνει τίποτα να φανεί στους άλλους, είναι επίσης υπό συζήτηση.


Γκρίζο. Μάλλον το υπερεκτιμούν. Το έχουν αναδείξει σε εκπρόσωπο, των άπειρων αποχρώσεων που προκύπτουν από τις μίξεις. Τις λένε λοιπόν - αυτές τις μίξεις - , ενδιάμεσες, ίσως και έυκολες, ίσως και παραπλανητικές. Ισως και ασταθείς.


Το έχω προσπαθήσει, να ξεμπερδεύω με αυτά τα γκρίζα, τα πολύχρωμα, τα θολά, αλλά δεν μου προκύπτει. Ολο και κάτι θα ξεμένει ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, που και αυτά, δύσκολα τα αναγνωρίζω πιά. Πάντως, η αλήθεια είναι πως το άσπρο ή το μαύρο, πολλές φορές βοηθούν, άλλοτε ίσως και να βολεύουν (λεπτή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του «βοηθούν» και «βολεύουν»).

Η στέρηση της αναπνοής και το μαγικό κυνήγι

Κλπ κλπ

Και απ’ εκείνη τη στιγμή, έρμαιο εκείνης της παράδοξης μαγείας,, επιδόθηκε στο κυνήγι των προτάσεων και της κάθε του λέξης. Ν’ αντισταθεί δεν μπορούσε σ’ αυτούς τους ήχους. Και στα νοήματα. Της, είχε δώσει, έτσι είχαν συμφωνήσει, το απόλυτο δικαίωμα της ερμηνείας, ακόμα και της παραμόρφωσης. Ετσι, της είχε πει, θα μπρούσε να βρεί τις πύλες προς τη σκέψη του και τη ψυχή του.


Ηταν όμως πολλές αυτές οι πύλες, ήταν διαφορετικές, την είχε προϊδεάσει. Ομως, εκείνη δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Στο πρώτο χάσιμό της, στην πρώτη της μικρή ασφυξία, εκείνος θα της άνοιγε το παράθυρο της διαφυγής. Δεν θάταν για δική της προαστασία όπως θα νόμιζε. Για δική του θάταν. Μες τον πανικό της, μπορεί να κοβόταν από αιχμηρές γωνίες των διαδρομών του, μπορεί να έφερνε τα πάνω – κάτω στον κόσμο του. Να τον μάτωνε. Και έτσι, εκείνος θα πονούσε.


Ακολούθησε λοιπόν τους απόηχους της σκέψης και των λόγων. Χάθηκε σε αυτές. Στα μέσα και στα έξω του. Μόνο που, άρχισε να κρυώνει. Ναι, έκανε κρύο εκεί έξω, εκεί μέσα, δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν ακριβώς. Δεν άργισε να το διαπιστώσει. Ειχε απομακρυνθεί, μεσα στο τρελλο της παιχνίδι. Ειχε χάσει την πηγή. Την έλεγαν ανάσα. Εβγαζε εκείνη τη ζέση. Τη χρειαζόταν. Την αναζήτησε ξανα ...


Κλπ κλπ κλπ.

από ένα παλιό περιοδικό. θα βρω τινος ειναι και θα το γραψω καποια στιγμή.

Μιά φορά κι' έναν καιρό στα ΜΜΕ

Χθές το βράδυ, τυχαία, έπεσα πάνω σε μία εκπομπή του Σεραφείμ Φυντανίδη. Αναφορά στη κρίση των ΜΜΕ, φλάς μπάκ στο τέλος της δεκαετίας του 70, όπου οι ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ (με όλη τη σημασία της λέξης) ξεκίνησαν την πρώτη αυτόνομη προσπάθεια για έκδοση ανεξάρτητου εντύπου. Αφησαν τις δουλειές τους, συγκρούσθηκαν με τους παραδοσιακούς εκδότες και ξεκίνησαν. Η προσπάθεια αυτή, αργότερα συμπηκνώθηκε στην έκδοση της "Ελευθεροτυπίας".

Δεν έχει σημασία πως εξελίχθηκε η "Ε" στις μέρες μας, σημασία έχει πως για μια μεγάλη - μεγάλη περίοδο, παρά τις όποιες δυσκολίες και αντιφάσεις, μπορούσες να μιλήσεις για "ηθος", "δεοντολογία" και συναφείς έννοιες και πρακτικές, χωρίς να σε θεωρήσουν ufo. Εννοείται, όχι μόνο στα πλαίσια της "Ε". Και σε άλλα έντυπα. Οπως αναφέρθηκε - αυτό το θυμάμαι -, τότε, ήταν ΟΝΕΙΔΟΣ για τον δημοσιογράφο και κατ΄επέκταση για την εφημερίδα του, να ... διαψευσθεί μία είδηση.


Αλλά η όλη ιστορία δεν αφορούσε μόνο της ειδήσεις. Προσωπική εμπειρία. Πριν αρκετά χρόνια, έκανα μία προσπάθεια να ζήσω στην επαρχία. Καλή δολειά, είχα και καλούς φίλους κλπ. Μεταξύ των φίλων μου, ήταν ένας δημοσιοράφος - εκδότης τοπικής εφημερίδας. Από τότε διέβλεπε τους κινδύνους κοινωνικού κιτρινισμού και πέραν των άλλων, πρόσεχε πάρα πολύ τα σχετικά ρεπορτάζ, μήπως και εκθέσει ανθρώπους, τους φέρει σε δύσκολη θέση, κλπ κλπ. Ηταν επιχειρηματίας εννοείται. Αλλά ειχε - και εξακολουθεί να διατηρεί ένα πλαίσιο αρχών - η δέ εφημερίδα του, διατηρώντας μία ξεχωριστή γραφή, βρίσκεται σταθερά στην πρώτη θέση, της ευρύτερης περιοχής της. Χωρίς σκάνδαλα, φωτογραφίες από πτώματα, από συγγενείς σε νοσοκομεία κλπ.


Τότε λοιπόν, μία ομάδα επιχειρηματιών, του ζήτησαν να τους οργανώσει ένα "τοπικό κανάλι". Από τις πρώτες προσπάθειες της ιδιωτικής τηλεόρασης σε περιφερειακό επίπεδο. Εθεσε τους όρους του. Ποιοτικούς κυρίως, ας στηνόταν το κανάλι και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε... Το έστησε και μετά .. ξαναγύρισε στην εφημερίδα του.


Μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Κυρίως σε business plan και τέτοια, αλλά και όχι μόνο σε αυτά. Αλλο που δεν ήθελα. Ασχολήθηκα με "τα μπούνια" για 1 - 2 μήνες, τζάμπα, έτσι για την εμπειρία.... Συμμετείχα - άσχετος εγώ, αλλα ήθελα να μαθαίνω - και στο στήσιμο των ειδήσεων, των ρεπορτάζ κλπ. Με τις πρώτες εκπομπές, έπρεπε να καλύψουν ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός, γάμος, βάφτιση, δεξίωση ..κάτι τέτοιο. Παρακολουθήσαμε μαζί με τον φίλο μου το δελτίο ειδήσεων. Μιά χαρά το βρήκα εγώ, μία χαρά η κάλυψη. Κόσμος, καλά πλάνα, καθαρή εικόνα, καθαρός ήχος κλπ. Τον είδα όμως που τσαντίστηκε.


- "Τους μαλάκες .. τράβηξαν κοντινό πλάνο. Τους έχω πει να μη τραβάνε κοντινά πλάνα χωρίς να ρωτάνε."

- Μα ... γιατί .. ? τόση σημασία έχει ?

- Γι΄αυτό εγώ είμαι δημοσιογράφος και εσύ κάτι μεταξύ οικονομολόγου και διανοούμενου της συμφοράς, μου απάντησε ... με τη γνώστή πλάκα που κάναμε. "Και γι αυτό εγώ βλέπω πράγματα που εσύ δεν βλέπεις", συνέχισε.

- #$^$@%#^$$#&*T#@@$%$%^$%$# (δική μου αντίδραση, ακατάλληλη για δημοσιοποίηση).

- Γιατί αγαπητέ μου, απλούστατα, το κοντινό πλάνο, συνιστά παραβίαση της ιδιωτικότητας. Εκτός και αν εσύ γουστάρεις να είσαι πρώτη φίρμα, .. ρωτάς τον άλλον, αν θέλει να φαίνεται γκρό πλαν η φάτσα του, οι γκριμάτσες του, το πως μασάει, το πως καπνίζει ?

- Μα είναι κοινωνική εκδήλωση.... Λογικό ειναι ....

- Οχι, δεν είναι. Αμα του αλλουνού του δώσεις στα χέρια μία κάμερα και ένα μικρόφωνο, πρέπει να ξέρει πως να το χρησιμοποιήσει. Αλλοιώς, θα σε τραβάει όταν οδηγείς, θα μπουκάρει στην αυλή του σπιτιού σου, θα σου παραβιάσει κάθε ιδιωτικότητα. Και επειδή τη μυρίζομαι τη δουλειά, πρέπει να τους το κόβεις από τώρα. Από το ανώδυνο. Αν και δεν υπάρχει ανώδυνο και μη στην ενημέρωση.


Κάπως έτσι ήταν ο διάλογος. Αλλά το νόημα δεν ήταν κάπως έτσι .. Ηταν ακριβώς έτσι.


Ο Ντίνος συνεχίζει στην πόλη του με την Εφημερίδα. Το κανάλι, συνεχίζει και αυτό, μάλλον, θα τραβάει πλέον γκρό πλαν σε εκδηλώσεις ... αλλά δεν έχει σημασία. Και αυτοί ζούν καλά, κι εμείς συμπαθητικά.