10/29/2008

Θέλεις; Ναί ή όχι ;

Ζητάς απ’ το κορμί μου, την ατόφια μυρωδιά που αναβλύζει. Τη σάρκα μου, στο λείο της νεότητας και το μελλούμενο ανάγλυφο των γηρατειών, τη θέλεις πάλι ατόφια.


Τα μάτια μου, θες νάναι καθρέφτες καθαροί, χωρίς ασχήμιες και άγνωστα νάχουν αφήσει ίχνη. Τη σκέψη μου, τη θες για τα δικά μας, αμόλυντη απ’ αυτά των άλλων.


Τη κίνησή μου θες να σου γνωρίσω. Να είσαι ο δάσκαλος και ο παρτεναίρ μου, στις μουσικές μόνο για μας.


Το κλάμα μου και τη χαρά μου, θες να τη γεννούμε μόνο εμείς.


Το βλέμμα μου, οι ψίθυροι και οι κραυγές μου, οι εκτινάξεις μου στις ώρες ηδονής, θες να έχουν προορισμό εσένα.


Το γράψιμό μου θες ν’ απολαμβάνεις. Στις σελίδες τις λευκές. Μόνο εσύ. Να γράφεις κι, εσύ μαζί μου, μόνο εσύ. Το άγνωστο μεγαλείο της καρδιάς μου, τους χτύπους της και τη σιγή της, θες να το αφουγκράζεσαι μόνο εσύ.


Δεν λέω όχι, τόσο όμορφα φαντάζουν.


Ομως, πρόσεξα κάτι,


Δεν θες τις σιωπές μου. Δεν θες το πέρα από σένα να κοιτάς, μαζί με μένα. Δεν θες το άγνωστο από μένα.
Δεν θα προλάβεις λες, ….. Γιατί με θες ατόφια, όπως είμαι εγώ .. για το δικό μας ατόφιο και μοναδικό…


Για πάμε πίσω χέρι – χέρι και θυμήσου....


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να κυλιέμαι στ’ αρώματα των λουλουδιών. Ν’ αφήνομαι στις αναλώσεις των συσκευασμένων αρωμάτων.


Μην ανησυχείς. Θ’ αρέσει και σε σένα. Πάντα θάχεις τον πυρήνα που αναβλύζει. Τον δικό μου. Θάναι πιο πλούσια η μυρωδιά μου.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να σέρνομαι στο χώμα, το σώμα μου να γίνεται ένα με τους τοίχους. Στα παλιά αρχοντικά, στ’ ερημωμένα εργοαστάσια κι’ αποθήκες παρακμασμένων λιμανιών. Να με λούζει το κρύο της βροχής και το καυτό του ήλιου.


Μην ανησυχείς. Θ’ αρέσει και σε σένα. Τα χέρια θα κολλάνε πιο πολύ, θα γλυστρούν πιο εύκολα τα χάδια. Θα παίζεις με το σώμα μου όσο θες.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
τα μάτια μου εικόνες να γραπώνουν, ν’ απολαμβάνουν τις μίξεις των χρωμάτων, χωρίς τους φόνους της πρώτης διαλογής.


Κανείς δεν μου έμαθε τ’ όμορφο μόνο να διαλέγω. Ούτε αυτό που μόνο εμένα έχει προορισμό. Από μικρή, κοιτούσα γύρω, μακριά, μέχρι τα’ αστέρια. .. Και πέρα μακριά μέχρι τους λόφους.


Και η ματιά μου έτρεχε, μέσα από γιορτινά τραπέζια, μέσα από παράγκες με πλίνθους και τσίγκινη οροφή, μέσα από σπίτια και πύργους πανάκριβων παραμυθιών, μέσα από γεννήσεις και θανάτους. Και έτρεχε η ματιά μου, που λες, και δεν την πείραξε κανείς.


Θ' αρέσει και σε σένα. Μη το φοβάσαι, άστο σε μένα. Εσύ πάντα το δικό μου χρώμα θάχεις.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να χώνομαι στις αγκαλιές της μουσικής, χορεύοντας σ’ εκείνους τους ρυθμούς που εκείνη τη στιγμή μαθαίνω.


Δεν μ’ έδεσε κανείς σ’ εκείνο το κατάρτι, κανείς δεν μου έκλεισε τα’ αυτιά, ώστε να μ’ εκπαιδεύσει .. Τρέχω και χώνομαι λοιπον.


Μουσική είναι. Μη τη φοβάσαι, σε παρακαλώ. Παράγωγά της είναι οι άλλοι που με καραδοκούν.


Και – ποιος ξέρει – ίσως, κοντά μου αν έρθεις, αν δεν τρέξεις να χωθείς εκεί στον καναπέ του διωγμένου θεατή, … ίσως σου αρέσει. Θα απολαύσεις έναν χορό δίχως το βάρος του δασκάλου. Ωραίο δεν θάναι ???


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να με εκτοξεύει στους κόσμους της χαράς, ο ένας και οι πολλοί, αυτό που λέμε κόσμος και εποχές. Να με σκοτώνει το κάθε τι μικρό και το κάθε τι μεγάλο. Να μ’ ανασταίνουν όλα αυτά … κάθε στιγμή που βρίσκουν το αποτύπωμά μου …


Εδώ θα είμαι, δεν θα πάθω τίποτα. Θα προχωρώ. Κι εσύ, μαζί μου θάσαι, θα με βρίσκεις που και που .. ποιος ξέρει ??


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
να σου χαρίζω τις ηδονικές μου ώρες και στιγμές. Και όσο τις αρπάζεις, και όσο μου τις πλάθεις, αστραπιαία ή σιγά - σιγά, θα μου αρέσει κι άλλο.


Σιωπή λοιπόν. Κόψε τη κουβέντα. Σκασμός.


Στο έχω πει πόσο μ’ αρέσει,
Το διάβασμα σελίδων περασμένων. Δικών μου ή ξένων, (που ονομάζουνε τους άλλους). Σελίδες που γράφουν για τους κόσμους. Και για τις εποχές.


Να γράφω τις συνέχειές, στις σελίδες τις δικές μου, εκείνες, που έχουν στην άκρη γραμμένο τ’ όνομά μου, .. ίσως και το δικό σου (αν τα καταφέρεις)


Να φτιάχνω ιστορίες, παραμύθια, ποιήματα και περιπέτειες, πάλι απ’ την αρχή ποτισμένη από σένα, αν οι πηγές σου δεν έχουν ξεραθεί. Νάχεις κι εσύ πάντα τον χώρο σου, εκεί δίπλα….


Τι είπες ? Λευκές τις θέλεις τις σελίδες που θα γράψουμε μαζί?


Ναι μάλλον λευκές θα είναι. Εκτός και αν έχει γράψει κάποιος άλλος πριν.


Ελα ηρέμησε. Μην αρχίζεις να μου τρέμεις .... Όχι αναγκαία άλλοι άνθρωποι. Αυτοί των μαθηματικών. Ενας, δύο τρείς, πέντε. Οχι οι τρίτοι, που φοβάσαι και μισείς.


Ξέρεις … υπάρχουν και τα όνειρα. Αποτυπώματα στο μέλλον τα λένε. Στο πέταγμά τους, πέφτουν και κάποιες πινελιές. Το ξέρεις ?


Μη μου ζητάς όμως να σκίζω. Μη μου ρίχνεις κατά λάθος τον καφέ σου στο κάθε τι πριν από σένα. Δεν έμαθα ποτέ να σκίζω .. Και - αυτό στο λέω τώρα, κάνεις πως δεν το ξέρεις βέβαια –


τότε που, κατά λάθος (και καλά..), έχυσες τον καφέ σου πάνω στην περασμένη μου σελίδα, μου έκαψες το χέρι. Και κοιτάς αλλού όταν συναντάς το κόκκινο σημάδι. Δεν έφυγε ακόμα, ξέρεις.


Στο έχω πει …
πως για την καρδιά μου, την καρδιά σου ????? δεν μιλάμε ??? Μη θες απάντηση λοιπόν σ’ αυτό. Κατάλαβε ότι θες από τους χτύπους, τα μάτια και τη σιωπή μου. Τέλος.


Αν λοιπόν μάθεις να διαβάζεις τις σιωπές μου ... Αν λοιπόν μάθεις να κοιμάσαι με παράθυρα ανοιχτά, δίχως τα όνειρα που σε σκοτώνουν ... Αν λοιπόν μάθεις καφέδες να μη χύνεις, σε ότι γράφτηκε και σε ότι γραφτεί χωρίς εσένα ... (και ειδικά αν μάθεις να μη σφυράς αδιάφορα όταν το κάνεις) ...


Τότε θα σε αρπάξω, θες δε θες


Και θα σε πάω εκεί ψηλά. Εκεί, στα σύνορα της χώρας των αγγέλων. Εκει που λένε πως ο άνθρωπος να φτάσει δεν μπορεί, παρά μόνο στο τέλος της ζωής του.


Έχω διακρίνει - ξέρεις, μέσα από εκείνες τις ματιές και τις σιωπές που σε φοβίζουν - κάποια μπαλκόνια για τολμηρούς περαστικούς, εκεί κοντά στην είσοδο του τέλους της ζωής. Εκεί, στην είσοδο της απαγορευμένης ζώνης.


Κανείς δεν σε πειράζει. Μπορεί και οι άγγελοι επίτηδες να τα’ άφησαν χτισμένα. Για να μαθαίνουν τα νέα απ’ τον κόσμο. Απ’ τους δραπέτες του όμως. Μελαγχολούν οι άγγελοι απ’ τις επίσημες αναφορές, έτσι έχω διαβάσει.


Συμφωνείς ? Σκέψου το.


Εκεί λοιπόν, θα σου δωρίσω τις στιγμές μου, αυτό το "μόνο εμείς" που τόσο θές, θα σου χαρίσω τη ματιά του κόσμου όλου….


Και θα σε φέρω πίσω, ζωντανό, πιο ζωντανό ακόμα, τόσο πολύ πιο ζωντανό, .. να …. ας πούμε, σαν τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, ως την άκρη του τέλους.


Σου αρκεί ? δεν μπορώ παραπάνω. Λυπάμαι.


Και θάχουμε εξαπατήσει τους ανθρώπους, τη ζωή, τον θάνατο και τους αγγέλους. Γιατί θα είμαστε πάλι πίσω εδώ….


Τι άλλο θες ???? Ποιο άλλο μυστικό θα τολμήσει να συγκριθεί μαζί του ?


Όχι πες …. Θα μάθεις λοιπον??,
Μπορείς ??? Ναι ή όχι ?


Α ναι.... Και μη ρωτήσεις "τι πρέπει να μάθεις".... Δεν τα ρωτούν αυτά οι συνομώτες... Ετσι δεν είναι ???



Ας το πούμε έτσι:Ο διάλογος μιας γυναίκας με τον νύν, υποψήφιο, πρώην, ... (δεν μπόρεσα να καταλάβω). Καθόμαστε πλάτη με πλάτη σε ένα εστιατόριο, είχε και θόρυβο, ήταν και χαμηλός ο φωτισμός, είχε και μουσική, οπότε γράφτηκε ότι απέμεινε από τις κουβέντες που άκουσα, ίσως και να φαντάστηκα, με τους σχετικούς εμπλουτισμούς. Λογικό είναι. Μέσα σε πολύ κόσμο, δεν ακούς και καλα. Δεν διέκρινα και την ηλικία της. Οταν γύρισα - και καλά - να πω κάτι στον σερβιτόρο, ώστε να δω λεπτομέρειες, είχαν φύγει. Πιο αναλυτικές λεπτομέρεις, κάνου κακό στη φαντασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: